καταρρίπτοντας

καταρρίπτοντας
καταρρί̱πτοντας , καταρρίπτω
throw down
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… …   Dictionary of Greek

  • Γκρίφιθ-Τζόινερ, Φλόρενς — (Florence Griffith Joyner, Λος Άντζελες 1959 – Καλιφόρνια 1998). Αφροαμερικανίδα αθλήτρια. Μία από τις πιο σημαντικές γυναικείες παρουσίες στην ιστορία των Ολυμπιακών αγώνων, η Γ. Τ. –το δεύτερο επώνυμό της οφείλεται στον σύζυγό της, επίσης… …   Dictionary of Greek

  • Κάστρο, Αμέρικο — (Américo Castro, Ρίο ντε Τζανέιρο 1885 – Λιορέτ 1972). Ισπανός φιλόλογος και κριτικός. Διετέλεσε καθηγητής της ιστορίας της ισπανικής γλώσσας στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Από το 1937 έζησε εξόριστος στις ΗΠΑ, όπου δίδαξε στο πανεπιστήμιο του… …   Dictionary of Greek

  • Μπεργκ, Πολ — (Paul Berg, Μπρούκλιν, Νέα Υόρκη 1926 ). Αμερικανός βιοχημικός. Αποφοίτησε από την σχολή βιοχημείας του Κολεγίου της πολιτείας της Πενσιλβάνια και έλαβε διδακτορικό τίτλο στο ίδιο αντικείμενο το 1952, από το Πανεπιστήμιο Γουέστερν Ριζέρβ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”